- ἀποστερητής
- ἀποστερητήςone who withholdsmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποστερητής — ἀποστερητής, ο (Α) 1. αυτός που αποστερεί από κάποιον κάτι 2. κλέφτης, άρπαγας … Dictionary of Greek
ἀποστερηταί — ἀποστερητής one who withholds masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστερητοῦ — ἀποστερητής one who withholds masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστερητήν — ἀποστερητής one who withholds masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστερητῶν — ἀποστερητής one who withholds masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστερητάς — ἀποστερητά̱ς , ἀποστερητής one who withholds masc acc pl ἀποστερητά̱ς , ἀποστερητής one who withholds masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οίριος — οἴριος (Μ) (κατά τον Θεόγνωστο) «ἀποστερητής» … Dictionary of Greek